Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Underworld

Υπάρχει ένας κόσμος που ζει έξω από μένα. Έξω από σένα. Έξω από μας.
Κινείται με ταχύτητες κρυφές, και στα ρείθρα του δεν ρέουν δάκρια κροκοδείλια, μα τα φαρμάκια της γης.
Εκεί, η μοναξιά δε φτιασιδώνεται σ’ ολόσωμο καθρέφτη.
Δεν κάνει πιάτσα για παρέα φθηνή και δεν ξεχνά.
Δεν είναι τράγοι εκεί να φορτωθούν τα κρίματά μας,
κι οι μάνες όλες έχουν βγάλει το σκασμό.
Ο παπάς εκεί δεν κάνει τον γιατρό. Ούτε κι ο μπάτσος τον πολίτη.
Εκεί βαριά ακόρντα επωμίζονται τα τάστα,
και κάτω απ’ τ’ άστρα,
αιρετικά φιλιά ανταλλάσσονται δίπλα σε πυρκαγιές.
Αληθινός πόνος κανένας δε γεμίζει εκεί, της ηρεμίας την κούπα.
Κι είναι εκεί που τα κομμένα τα λουλούδια, παύουν να ξεραίνονται μες τα βιβλία.
Ξεπηδούν έξω από αυτά,
και τα πρωινά πλημμυρίζουν την κάμαρά σου ανθισμένα.
Με την ευωδιά της πραγματικότητας εκείνης,
που με συντρίβει ,
κάθε φορά που επισκέπτομαι  και πάλι,
τα όσα όμορφα αγάπησα σε σένα.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Οι δαίμονες αποκτούν και νέο κατάλυμα

Όλα τα γραπτά αυτού του ιστολογίου, μπορείτε πλέον να τα βρείτε και στο tumblr, στη διεύθυνση http://shelterofdemons.tumblr.com/

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Διαφορά γούστου

 [«Κάποτε θα γίνεις το ομορφότερο ποίημά μου…»]

Το ομορφότερο ποίημα μου για σένα,
θα μπορούσε να λέει για τη "σουπερνόβα που έκρυβαν τα μάτια σου".
"Την γαλήνια θάλασσα που σου ‘μοιαζε όταν κοιμόσουν".
Την "ανθισμένη έκρηξη του γέλιου σου", ή "τη μέθη που προκαλεί η μυρωδιά των μαλλιών σου".
Μα από αυτές τις μαλακίες -με το "δίκιο" σου- προτίμησες,
την ποίηση του ήχου, που σαν λιωμένη κατσαρίδα άφησε,
το καύκαλο της ψυχής μου, κάτω απ΄ τη σόλα σου.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Βαριά γη

Γη βαρεία, γη ωραία, σπείρα χρυσή.
Υγρά σάπια φύλλα, αγκάθια και συννεφιές
απόκοσμα αρώματα, μονοπάτια επιθανάτια και επικίνδυνα.
Κορδέλα παιδική στις τριανταφυλλιές.

Γη βαρεία, γη μοιραία, μαύρη κλωστή.
Κυνηγού χνάρια, έλατα αναίσθητα και πυρσοί με φωτιές.
Πέτρες σπαρμένες σαν δόντια θεριού
σε χώμα νωπό, εγκάρσιες χαραγματιές.

Γη βαρεία, γη γενναία, πληγή πορφυρή.
Χνώτα ζεστά, ψυχρή διαδρομή, κραταιά βαρύτητα.
Ο αέρας πηχτός, το φως ελαφρύ,
σκέψη χαμένη με βίαιη ταχύτητα.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Οδός Στρατή Μυριβήλη

[Νύχτα]

Περπατώ, και πηγαίνω  μ’ εκείνους
που νομίζω πως ξέρουν, τη λέξη
κι αναπτύσσω τη θλιβερή έξη
να την λέω τραυλά σε αγνώστους.

Παραλήρημα από αναθυμιάσεις,
μαρμίτας μαύρης που σιγοκαίει
ζωμό παχύρευστο στις κόγχες κλαίει
και πένθιμες μνήμες και νόστους.

Στο κέντρο πως βρέθηκα, γιορτής
με άγρια γιούλια και μενεξέδες
και γοερά πτηνά της νύχτας στους μπαξέδες,
παρηγοριά φρικτή σε αρρώστους.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Η μέρα που έγινα αιρετικός

Δεν το περιμέναμε εκείνο το τηλεφώνημα. Αν και μέσα μας, γνωρίζαμε καλά πως ήταν αναπόφευκτο, δεν το περιμέναμε εκείνο το τηλεφώνημα. Μα στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής η ταραγμένη φωνή της αλλοδαπής αποκλειστικής νοσοκόμας, που είχε υπό την επίβλεψή της τον παππού, δεν μας άφηνε περιθώρια άλλης αντίδρασης: έπρεπε να πάμε στο χωριό. Ίσως μάλιστα να μην είχαμε και πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Ίσως απόψε να ήταν το τελευταίο του βράδυ. Η Ελευθερία –έτσι την φώναζαν στην Ελλάδα την Βουλγάρα νοσοκόμα του- ήταν κατηγορηματική στο τηλέφωνο. Έπρεπε να σπεύσουμε. Ίσως απόψε να ήταν το τελευταίο του βράδυ. Και το «ίσως» ακουγόταν όπως το «σίγουρα» απ’ τα χείλη της Βουλγάρας, ειδικά μετά τα όσα έγιναν την προηγούμενη νύχτα. Η Ελευθερία, μας είπε ότι η κατάσταση του παππού χειροτέρεψε απότομα και το βράδυ που πέρασε, τον βρήκε σε κρίση.
Έπειτα, μάθαμε ότι ήταν η καθιερωμένη βόλτα του παππού στον κήπο λίγο μετά τις εννιά, όταν ανάμεσα στις άγριες τριανταφυλλιές που πάντα λάτρευε, κι άλλοι πια φρόντιζαν για εκείνον, κοίταξε τ’ αστέρια όπως συνήθιζε να κάνει. Το πλανεμένο από την άνοια μυαλό του, πρέπει να έφτιαξε πολύ παράξενες εικόνες για να τον ταράξουν τόσο. Τόσο που άρχισε να τρέμει και να ιδρώνει. Τόσο που άρχισε ψιθυρίζει αδιάκοπα σαθρές κουβέντες, κι ανάμεσά τους να ξεστομίζει εναλλασσόμενες κραυγές: «είναι πια κόκκινο!» «είναι απόψε!»
Η Ελευθερία προσπάθησε να τον ηρεμήσει, αλλά εκείνος ήταν εκτός ελέγχου. Κι εκείνη άρχισε να φωνάζει για βοήθεια. Τότε οι γείτονες από τις διπλανές αυλές, που μέχρι τότε απολάμβαναν με μια ψευδεπίγραφη διακριτικότητα το θέαμα που πρόσφερε ο «τρελός γέρο – Βασίλης», άφησαν στην άκρη τα σταφύλια και ότι άλλο έτρωγαν για να παράσχουν «χείρα βοηθείας στο συνάνθρωπο». Η «συμπόνια» άλλωστε, ήταν το αγαπημένο τους κοστούμι, κι αυτό το καλοκαίρι δεν την είχαν φορέσει όσο θα ήθελαν.
Με κόπο πολύ, κατάφεραν να τον πάνε μέσα να τον ξαπλώσουν, και η Ελευθερία του έκανε με δυσκολία μια ένεση ηρεμιστική. Ήταν τέτοια η τρομάρα τους, που οι γειτόνισσες σαν καλές χριστιανές, τηλεφώνησαν στον παπά του χωριού να σπεύσει να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τον παππού, για να πάει «διαβασμένος». Ο παπάς, πάρα τις αρχικές του αντιρρήσεις ότι δεν κοινωνάει αυτόν τον αφορεσμένο, τα βρήκε στην τιμή της επίσκεψης με την Ελευθερία, και αποφάσισε να έρθει. Ο παππούς σαφώς πιο ήρεμος πια, συνέχιζε ωστόσο τις περίεργες εκφράσεις του, που άλλοτε έμοιαζαν με χαλάσματα σπιτιού, άλλοτε με δύο προτάσεις: «είναι πια κόκκινο!» «είναι απόψε!»
Λίγο αργότερα έφτασε στο σπίτι ο παπάς. Είχε μαζί του όλα τα σύνεργα. Το χρυσό πετραχήλι του, το δισκοπότηρο με τη θεία κοινωνία και ένα μπλοκ αποδείξεων για παροχή υπηρεσιών. Ζήτησε να δει μόνος του τον Βασίλη, και όλοι οι άλλοι να απομακρυνθούν από το δωμάτιο. Ο παππούς συνέχιζε τις ίδιες φράσεις ακόμη και νωχελικά: «είναι πια κόκκινο!» «είναι απόψε!».
Η Ελευθερία έλεγε πως για μερικά δευτερόλεπτα δεν ακουγόταν τίποτα από το δωμάτιο, ώσπου ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος σαν αυτόν πιατέλας που αναποδογυρίζει από άτακτα παιδιά που τρέχουν ανάμεσα στους μπουφέδες σε επίσημο γεύμα πολιτικών. Τότε ακούστηκε ο παπάς να καταριέται και να βρίζει χυδαία τον πλανεμένο γέρο. Η πόρτα του δωματίου άνοιξε ξαφνικά, και ο παπάς ήταν λουσμένος με «σώμα και αίμα Κυρίου». Οι βρισιές του αντηχούσαν στο μικρό σπίτι, και η κατάρα του παπά ήταν και τα τελευταία του λόγια πριν χτυπήσει δυνατά την εξώπορτα. Τότε ο παππούς σαν να ξύπνησε από το παραλήρημα, σηκώθηκε κι έδιωξε με φωνές τους πάντες πέραν της Ελευθερίας, κλειδώθηκε στο δωμάτιό του, και της είπε πως ήθελε να τον επισκεφτούμε εγώ και η αδερφή μου, άμεσα.
Έκλεισα το τηλέφωνο και της τα είπα όλα. Αφού βαρυγκώμησε για λίγη ώρα, και έβρισε μόνη της κάποια απροσδιόριστη οντότητα, η αδερφή μου πείστηκε να αφήσει τα σχέδιά της για βραδινή έξοδο, και αποφάσισε να πάμε στο χωριό με την προϋπόθεση να οδηγήσει εκείνη. Δέχτηκα. Δε με ένοιαζε καθόλου ποιος θα οδηγούσε.
Φτάσαμε στο χωριό μόλις είχε πέσει ο ήλιος. Τίποτα από τον περίβολο του σπιτιού δεν πρόδιδε τι είχε συμβεί πριν από 24 ώρες στον ίδιο χώρο. Και οι γείτονες απόψε δεν ήταν στις αυλές τους. Ακόμη και οι τριανταφυλλιές του κήπου παρά την άγρια όψη τους δεν μαρτυρούσαν τίποτα.
Χτυπήσαμε την πόρτα. Η Ελευθερία μας άνοιξε, και μας οδήγησε προς το δωμάτιο που ήταν ξαπλωμένος ο παππούς. Η αδερφή μου συνέχιζε να ξεφυσά και να βαρυγκωμά για την αποψινή αγγαρεία της, σιωπηλά. Χτυπήσαμε την πόρτα του δωματίου κι αφού του μίλησα για να βεβαιωθεί ότι πράγματι είμαστε τα εγγόνια του, άκουσα τα βήματά του να πλησιάζουν την πόρτα και εκείνη να ξεκλειδώνει.
Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό. Το βλέμμα του χαμένο, και τα μαλλιά του ανάκατα. Η αδερφή μου ψιθύρισε κάτι, και είδα πως τρόμαξε όταν είδε το δωμάτιο. Ομολογώ ότι τρόμαξα κι εγώ. Ήταν ένα δωμάτιο γεμάτο χαρτιά με σημειώσεις παντού. Όλες με κόκκινο μελάνι. Σημειώσεις πάνω στο κρεβάτι, στο πάτωμα στους τοίχους, παντού. Παντού υπήρχαν περίεργα σύμβολα. Ακαταλαβίστικα. Λατινικά, φράσεις περίεργες και παράξενα σχέδια.
Ένοιωσα την αδερφή μου να τρέμει.
«Περάστε» είπε ο παππούς. «Απόψε θα σας μιλήσω για τον θεό… ή μάλλον την θεά» συμπλήρωσε. Η αδερφή μου, μόλις άκουσε αυτά τα λόγια φώναξε «Ως εδώ! Δεν μένω στιγμή με τον τρελό εδώ μέσα! » και την άκουσα να τρέχει. Ο παππούς έδειχνε σαν να μην έγινε τίποτα, και μου είπε να καθίσω. Παραμέρισα μερικές σημειώσεις με περίεργα κόκκινα σύμβολα πάνω τους, και κάθισα. Η σιωπή ήταν τέτοια που μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, άκουσα το αυτοκίνητο της αδερφής μου να ξεκινά και να την οδηγεί μακριά.
«Θα σου μιλήσω για την θεά» μου είπε.
Δεν του απάντησα, αλλά ήθελα να τον ακούσω. Ήξερα ότι μετά το θάνατο της γιαγιάς μου είχε παρανοήσει και δεν ήθελα να τον ταράξω. Μάλιστα πρέπει να παραδεχτώ ότι ενδόμυχα αυτή η παράνοια με γοήτευε.
«Κάθε άνθρωπος είναι μια ανθρώπινη χειροβομβίδα» μου είπε. «Φτιαγμένη από τα πιο εύφλεκτα και τα πιο εκρηκτικά υλικά: αγάπη, οργή, έρωτα και μίσος. Προορισμός κάθε ανθρώπινης χειροβομβίδας, είναι να σκάσει. Να εκραγεί. Δημιουργικά ή καταστροφικά. Η γυναίκα μου το ήξερε αυτό, και εξερράγη στην αγκαλιά μου. Από τα διαμελισμένα μέρη κορμιού της, έπλασα ένα άγαλμα. Σαν άγαλμα φτιαγμένο από πηλό και λάσπη. Ένα μνημείο για κείνη. Και γύρω της έστησα χώρο λατρείας, και ξεκίνησα τη δική μου θρησκεία με θεά εκείνη. Μία θρησκεία για έναν πιστό. Εμένα. Την πρώτη θρησκεία αγάπης. Τόσα χρόνια έζησα με γνώμονα εκείνη. Για εκείνη. Δε με ένοιαζε τι έλεγε ο κόσμος ούτε το υπόλοιπο χωριό. Το ξέρω ότι με λένε τρελό. Ποτέ τους δεν κατάλαβαν. Ούτε και θα καταλάβουν. Μα χθες είδα το σημάδι. Ο Έσπερος ήταν κόκκινος κι αυτό ήταν το κάλεσμά της. Σήμερα, μόλις θα φύγεις θα με πάρει κοντά της. Μα εσύ θα ξέρεις πως δεν υπήρξα τρελός, μονάχα ερωτευμένος. Πάρε αυτές τις δύο χάντρες κι όταν θα δεις γυναίκα που έχει για μάτια δυο χάντρες σαν αυτές, σε καταριέμαι και σου εύχομαι να φτιάξεις θρησκεία γύρω της. Έτσι θα καταλάβεις τον παππού σου.»
Δεν μίλησα. Δεν ήξερα τι να πω. Έφυγα και άρχισα να κλαίω έξω στον κήπο, δίπλα από τις τριανταφυλλιές, κάτω από ένα περίεργο κόκκινο άστρο. Εκείνο το βράδυ μερικές ώρες μετά ο παππούς μου έφυγε.

Πότε δεν είχα πιστέψει πραγματικά τα λόγια του, μέχρι σήμερα. Σήμερα πρόσεξα ότι τα μάτια σου είναι ίδια με τις γαλάζιες χάντρες που μου χάρισε εκείνο το βράδυ.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Falsos Hermanos En Secreto

Η ομορφιά,
ξαμολημένη στον ωκεανό
ώρες δεκαπέντε
γράφει σημειώματα
αυτοχείρων βασιλέων
κάτω από γεμάτες βαριές κρεμάλες
δεμένες στο αδύναμο σήμα του φωταγωγού.

Μάτια γάτας
που γίνηκαν
μπαχάρι αμνησίας
άρωμα ρόδου ανατολής
και προσμονές Θανάτου.
Ανήσυχα καλοκαίρια
με ενδιαφέροντες αγνώστους.

Απροσδιόριστο λευκό δωμάτιο
δίχως παρελθόν μήτε διαφυγή,
σκέψεις «θετικές»,
μονοπάτια περπατημένα με πόδια γυμνά.
Μνήμες ηρώων
κι αναμνήσεις φρούτων κακοκουρδισμένων.
Πρωτότοκου Γιου λιβάδι(ν) Ιούλιον μήνα.

Μπάντες του νότου
Σκιρτήματα κρότου
Κι ατελέσφορες συναντήσεις.